- πεντάγαμβρος
- πεντά-γαμβρος, ον,A with five sons-in-law,
νυμφεῖα Lyc.146
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυμφεῖα Lyc.146
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντάγαμβρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε γαμπρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + γαμβρός] … Dictionary of Greek
πεντάγαμβρα — πεντάγαμβρος with five sons in law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek